- ἠριπόλη
- ἠρι-πόλη, ἡ, ([etym.] πολέω)A early-walking: hence, dawn, AP5.227 (Paul. Sil.), 253 (ld.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηριπόλη — ἠριπόλη, ή (Α) αυτή που βαδίζει το πρωί, η αυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρι «νωρίς, πρωί» + πόλη, θηλ. τού πόλος < πέλομαι «βαδίζω»] … Dictionary of Greek
ἠριπόλη — early walking fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠριπόλης — ἠριπόλη early walking fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήρι — (Erie). Τοπωνύμια των ΗΠΑ. Βλ. λ. Ίρι. * * * ἦρι (Α) επίρρ. 1. νωρίς, πρωί πρωί 2. κατά το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἤερι, με συναίρεση < (τοπική πτώση) *ἄιερι < ΙE *aier «μέρα πρωί» (πρβλ. άρι στον). Η λ. συνδέεται με ayarә, γεν. ayan, γοτθ.… … Dictionary of Greek